Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα τροχοπέδιλα

См. также в других словарях:

  • πατινάζ — Άθλημα που διεξάγεται με παγοπέδιλα σε παγωμένες επιφάνειες ή με τροχοπέδιλα σε πίστες από τσιμέντο, από ξύλο ή ακόμα και στο δρόμο. π. στον πάγο ή παγοδρομία. Προήλθε από έναν τρόπο μετακίνησης των λαών του Βορά, που, υποχρεωμένοι να διανύουν… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • πατινάρω — τρέχω πάνω σε τροχοπέδιλα πάνω σε λεία επιφάνεια ή γλιστρώ με παγοπέδιλα πάνω σε παγωμένη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patiner] …   Dictionary of Greek

  • πεδιλοδρομία — η παιχνίδι ή άθλημα το οποίο συνίσταται στο γλίστρημα πάνω σε παγωμένη και λεία επιφάνεια με παγοπέδιλα ή στην ολίσθηση πάνω σε ξύλινη ή ασφαλτοστρωμένη επιφάνεια με τροχοπέδιλα, το πατινάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδιλο + δρομία (< δρόμος < δρόμος) …   Dictionary of Greek

  • τροχοπέδιλο — το, Ν ξύλινο ή μεταλλικό πέδιλο με μικρούς τροχούς, κν. πατίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + πέδιλο. Η λ., στον πληθ. τροχοπέδιλα, μαρτυρείται από το 1893 στο περιοδικό Νέον Πνεύμα] …   Dictionary of Greek

  • τροχοπεδιλοδρομία — η, Ν [τροχοπεδιλοδρομώ] τρέξιμο με τροχοπέδιλα, κν. πατινάρισμα, πατινάζ …   Dictionary of Greek

  • τροχοπεδιλοδρομώ — Ν τρέχω με τροχοπέδιλα, πατινάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχοπέδιλο + δρομώ (< δρομος < δρόμος), πρβλ. ιστιο δρομώ] …   Dictionary of Greek

  • πέδιλο — Είδος ελαφρού υποδήματος που καλύπει το πέλμα και ελάχιστα το υπόλοιπο μέρος του ποδιού, είδος σανδάλου. Π. ονομάζεται και ένας μεταλλικός ή ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπαίνει σε κίνηση με το πόδι, με τη βοήθεια ενός διωστήρα ή ενός στρόφαλου,… …   Dictionary of Greek

  • πατινάρω — (λ. γαλλ.), τρέχω, γλιστρώ πάνω σε λεία επιφάνεια με τροχοπέδιλα ή παγοπέδιλα, και για τροχό, στρέφομαι επιτόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»